- μεθακρυλικός
- -ή, -όφρ. «μεθακρυλικό οξύ»χημ. συντομευμένη ονομασία τού μεθυλακρυλικού οξέος, άκυκλης οργανικής χημικής ένωσης, που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή σημαντικών πολυμερών υλικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.